- Ἰάσιδι
- Ἴασιςfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φτ(ε)ιασίδι — και φκιασίδι, το, Ν ψιμύθιο, καλλυντικό για το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. εὐθειάζω «διορθώνω» και έχει σχηματιστεί ως υποκορ. ενός αμάρτυρου ουσ. *εὐθείασις (για τον σχηματισμό και για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. φτειάχνω). Κατ άλλη… … Dictionary of Greek
φκιασίδι — το, Ν βλ. φτ(ε)ιασίδι … Dictionary of Greek